- απερίφρακτος
- κ. απερίφραχτος, -η, -ο (AM ἀπερίφρακτος, -ον)ο δίχως περίφραξη, απεριτοίχιστος, αμάνδρωτοςαρχ.απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
ατριγύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τον τριγύρισε κανείς ή που δεν είναι δυνατόν να τον τριγυρίσει 2. περιοχή ή πόλη της οποίας δεν επισκέφθηκε κανείς όλα τα μέρη 3. απερίφρακτος, αμάντρωτος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν περιστοιχίζεται από κόλακες ή αυλικούς … Dictionary of Greek